Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2011

Φευ! Η Αλεξάνδρεια που φεύγει !!!

"Ο ΜΕΛΙΟΣ δεν ήταν πια παιδί. Όλον τούτον τον καιρό που έλειπε, παίδευε το νου του, σκάλιζε, διάβαζε ... Ήταν μπροστά του βουνά από απορίες που έπρεπε να τα γκρεμίσει. Δέκα κασόνια βιβλία έφαγε. Πού τα βρήκε; ... Μα, τ' αγόρασε! Με τα λεφτά του.
Δεν είχε απομείνει ράφι στο χωριό, που να μη σκαρφαλώσει ο Μέλιος, για να ψάξει για βιβλία. Έως και μέσα στις σεντούκες, που φύλαγαν οι γριές τα «νυφιάτικα» του χάρου, έχωσε τη μύτη του.
Πάει πια ο «Σεβάχ ο θαλασσινός», πάει η γλύκα του, είχε μείνει πίσω. Τώ­ρα ρουφούσε το στυφό μέλι της ζωής. Γνωρίστηκε με κάτι βασανισμένους δασκάλους, που γυμνώνανε μες στη χούφτα τους τον Κόσμο, που πελεκούσανε μυστικά παράθυρα μες στο πηχτό σκοτάδι της ζωής. Τα ονόματά τους ήταν παράξενα. Μαξίμ Γκόρκυ. Δεν είχε δει τη φάτσα του πουθενά, μα του φαινό­ταν πως θα έμοιαζε με το μπαρμπα-Ανέστη. «Μπάρμπα Αλέξη!», έτσι του ερχό­τανε να τον πει. Μια μέρα έπεσε πάνω σ' ένα παραμύθι του, που είχε και τη ζουγραφιά του πάνου.
Έτσι όπως το έλεγε ήταν. Ίδιος ο μπαρμπα-Ανέστης! Μια άλλη μέρα είδε τη ζουγραφιά ενός άλλου του φίλου: Θόδωρος Δοστογιέφσκης ήταν τ' όνομά του. Αυτός ήταν ο μπαρμπα-Θόδος, ολόφτυστος. Ούτε και στ' όνομα δεν πα­ράλλαζε. Μπαρμπάδες με μεγάλα μυαλά και γλυκά μάτια. Έπιασε και μ' άλ­λους φιλίες. Με κάτι δασκάλους γυαλοφορεμένους με μακριά μαλλιά και λυτές γραβάτες.
Μια μέρα έπεσε και πάνω σ' έναν κουτσό, που τον πείραζε πολύ το βλαμμέ­νο του ποδάρι. Ήρθε και κάηκε μες στη φωτιά εκεί του Μεσολόγγι. Η ομορ­φιά του, σου λέει, σήκωνε μυαλά ... Έτσι λέγανε. Μιαν άλλη φορά πάλι έπεσε στα χέρια του το βιβλίo ενός γύφτου. Πούσκιν ήταν τ' όνομά του. Είχε στρι­φτό κατσαρό μάλλικο κεφάλι και μαύρο πετσί - ολόιδιος ο Mπίθρoς ... μ' όλο που το κρύβανε πως ήταν γύφτος, και λέγανε πως είναι Ρούσος, μα ήταν Έλληνας, γιατί είχε ελληνικό όνομα και τον τραβούσαν και τα χώματά μας, γιατί «σαν τρελός αγαπούσε, λέει, μια ξανθιά Ελληνίδα ... ». Έτσι έλεγε. Κα­νείς δεν ξεκαθάρισε, τι απ' όλα ή- ταν αληθινό. Τον λέγανε Αλέξανδρο (Έλλη­νας), μα έλεγε πως ήταν Ρούσος, ενώ έμοιαζε με γύφτο.
Πήχτρα ήταν οι φίλοι του Μέλιου. Τα καλοκαίρια τα περνούσε μαζί τους, ξαπλανταρωμένος κάτω απ' τα πυκνόφυλλα δέντρα, μασούσε αχεράκια και διάβαζε, διάβαζε ...
Έπαιρνε βουτιές μες στα βιβλία, χωρίς τάξη και χωρίς διάλειμμα. Έτρωγε ό,τι έβρισκε, σαν κάτι βολικά δαμάλια, που ροκάνιζαν ό, τι έπεφτε στο παχνί τους.
Έτσι, σαν έφτασε ξανά στην πόλη κι ετοιμάστηκε να ξανακαθίσει στο θρα­νίο, το κεφάλι του ήταν ένα κουβάρι, που κουτουλούσαν μέσα του ειδών ιδέες." (Μενέλαος ΛΟΥΝΊΈΜΗΣ, Ένα παιδί μετράει τ' άστρα)



Διαβάζοντας το παραπάνω απόσπασμα τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα, τόση είναι η δύναμη των λέξεων του Λουντέμη, τόση η δύναμη των εικόνων του. Και μετά το κουβάρι των αναμνήσεων πήρε να ξετυλίγεται και με έφερε πίσω …στη δική μου παιδική ηλικία, τότε που ρουφούσα τα βιβλία αχόρταγα σαν τον διψασμένο  που βρήκε δροσερή πηγή και γέμιζα το κεφάλι μου με ιδέες όπως και ο μικρός Μέλιος.
Και μετά ένα δυνατό σκαμπίλι με ξύπνησε από το ονειροπόλημα και με έφερε στο σήμερα.
Σήμερα που οι εκδοτικοί οίκοι μοιάζουν με οίκους μόδας και οι συγγραφείς κοντεύουν να γίνουν πιο πολλοί από τους αναγνώστες και που τρέχουν να προλάβουν να παρουσιάσουν το νέο τους πόνημα για τη σεζόν (Χριστούγεννα, Πάσχα, Καλοκαίρι), όπως οι μεγάλοι σχεδιαστές …
Σήμερα που τα βιβλία πουλιούνται δίπλα στα ζαρζαβατικά και τα στραγγιστά γιαούρτια …
Σήμερα που οι παιδικές βιβλιοθήκες ξεχειλίζουν πόσα παιδιά, έφηβοι, νέοι απολαμβάνουν πραγματικά ένα βιβλίο; Πόσοι θα ήταν πρόθυμοι να στερηθούν τις απλές μικροχαρές της καθημερινότητας, τον καφέ για παράδειγμα ή τη λιχουδιά, για να αποκτήσουν ένα βιβλίο; Και πόσοι θα ήταν ικανοί … «to think outside the box» και να επιλέξουν ένα βιβλίο κλασσικό ή όχι ένα best seller ή κάτι που προβάλλεται από τα media; Οι απαντήσεις μου έφεραν νέο κύκλο δακρύων … φευ! αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που φεύγει.