Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010

Νικηφόρος Βρεττάκος

Ο Νικηφόρος Βρεττάκος γεννήθηκε το στις Κροκεές Λακωνίας την 1η Ιανουαρίου 1912 από μια αγροτική οικογένεια, η οποία ξέπεσε οικονομικά όταν ο ίδιος ήταν ακόμη παιδί. Έτσι μεγαλώνει σε ένα χωριό στο απόμερο πατρικό του κτήμα στην Πλούμιτσα, κοντά στον Ταΰγετο, και ζει τα μαθητικά του στις Κροκεές, ένα χωριό με 2500 κατοίκους, οι οποίοι ασχολούνται με τα χωράφια τους, όπως ακριβώς και οι γονείς του.
Ο μικρός Νικηφόρος μεγαλώνει μόνος με αποτέλεσμα: να στρέψει όλη του την προσοχή στον εσωτερικό του κόσμο και παράλληλα στον εξωτερικό χώρο, παρατηρώντας τη μοναδική φυσική ομορφιά του τόπου του.
Η γαλήνη, η ηρεμία, η σιωπή έγιναν αδέλφια του. Οπότε είναι φυσικό σε όλη του τη ζωή το έργο του να δίνει μηνύματα αγάπης, ειρήνης και ταύτισης με τη φύση.
Άρχισε να γράφει στα δώδεκα χρόνια του. Κυκλοφόρησε την πρώτη ποιητική συλλογή του στα δεκαεπτά του. Ο πατέρας του παρότι φτωχός αγρότης αντιμετώπισε με αγάπη και κατανόηση την κλίση τού γιου του προς την ποίηση.

Στα δεκαεπτά του πηγαίνει στην Αθήνα για να σπουδάσει. Εκεί άρχισε ένας σκληρός αγώνας για να επιβιώσει. Τα όνειρά του κομματιάζονται και η απογοήτευση τον διαλύει.
Η συλλογή των ποιημάτων του «Οι γκριμάτσες του ανθρώπου» μιλούν ακριβώς γι’ αυτό το αίσθημα της θλίψης, της απογοήτευσης και της μοναξιάς.
Τελικά διακόπτει τις σπουδές του γιατί θέλει να αφοσιωθεί στην ποίηση.
Στον καθημερινό αγώνα για την επιβίωση δουλεύει σαν εργάτης, αλλά και σαν ιδιωτικός υπάλληλος (1930-1938), δημόσιος υπάλληλος(1938-1947) και συντάκτης φιλολογικών περιοδικών και εφημερίδων.

Πήρε μέρος στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-41 και ύστερα στην Εθνική Αντίσταση.
Το 1954 εξελέγη δημοτικός σύμβουλος στον Πειραιά. Την περίοδο της δικτατορίας (1967-74) έζησε αυτοεξόριστος σε χώρες της Ευρώπης.

Ο Νικηφόρος Βρεττάκος απεβίωσε στις 4 Αυγούστου του 1991 στο μικρό σπίτι που είχε φτιάξει στις Κροκεές, πάνω στα χαλάσματα του πατρικού του.Ο Δήμος Αθηναίων απονέμει ένα λογοτεχνικό βραβείο στη μνήμη του. Το Αρχείο του έχει δωριθεί και σώζεται στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σπάρτης.

Τιμήθηκε με το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1940, 1965, 1982), το βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (1974), το βραβείο Knocken και το βραβείο της Εταιρίας Σικελικών Γραμμάτων και Τεχνών (1980), το Αριστείο Γραμμάτων από την Ακαδημία Αθηνών (1982), το βραβείο του τιμίου Σταυρού του Αποστόλου Ευαγγελιστού Μάρκου από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής (1984), το μετάλλιο Χρυσός Πήγασος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών (1989), καθώς και με το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών, της οποίας έγινε μέλος το 1987.


ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος είναι ένας γνήσιος, ένας αυθεντικός ποιητής που σε όλη του τη ζωή στέκεται με αγνότητα και ευγένεια μπροστά στον άνθρωπο και στην αγάπη που τρέφει γι’ αυτόν.Ο άνθρωπος είναι : «το ζων ύδωρ» όπως λέει και ο ίδιος. Για τον άνθρωπο και τα κύματα που τον κτυπούν μιλά στα ποιήματά του και θέτει σκοπό της ζωής του τη σωτηρία του μέσα από τους στίχους του. Σ’ όλους τους στίχους του βάζει θεμέλιο την αγάπη, την ειρήνη και την πίστη του στον άνθρωπο. Παρ’ όλο που οι άνθρωποι και οι συμπεριφορές τους κομματιάζουν συνεχώς το όνειρό του για πανανθρώπινη ειρήνη, για ανιδιοτελή αγάπη αυτός πάντα εξωτερικεύει σε όλα του τα ποιήματα την ανάγκη για επικοινωνία με τον άνθρωπο.

Στα έργα της νεανικής του περιόδου η θλίψη και η απογοήτευση τον διακατέχουν όταν συνεχώς διαπιστώνει ότι δεν βρίσκει τους στόχους του στην προσπάθεια του να διασκορπίσει αγάπη και ειρήνη στους ανθρώπους.

Στην περίοδο της ωριμότητας βλέπουμε να εναλλάσσονται η ελπίδα με την απογοήτευση. Όσο περισσότερο λαχταρά την αγάπη και την επικοινωνία με τους ανθρώπους τόσο περισσότερο τραυματίζεται και πονά. Όλα αυτά τα συναισθήματα τα βιώνει όχι μόνο από προσωπικές καταστάσεις αλλά και από τα πολιτικά γεγονότα στα οποία συμμετέχει ενεργά. Κι αυτό το κάνει γιατί πιστεύει ότι ο ποιητής έχει μια αποστολή στον κόσμο μας. Μια αποστολή δύσκολη αλλά αναγκαία. Να σταθεί δίπλα στον καθένα γιατί «Σε αυτόν βλέπει όλο το σύμπαν».

Γράφοντας λοιπόν ποίηση ο Νικηφόρος Βρεττάκος υπάρχει, ζει, αναπνέει. Η ποιητική φλέβα που διαθέτει σε συνδυασμό με την εμπειρία διαφόρων ποιητικών σχολών από τις παραδοσιακές ως τις πιο σύγχρονες (πριν και μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο) συνέβαλαν στη δημιουργία μιας δικής του γλώσσας και ύφους που δε συγκρίνονται με καμιά άλλη.
Μοντέρνος όχι όμως υπερρεαλιστής μας δίνει ποιήματα πανέμορφα. Πολύ συναισθηματικός, λάτρης της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της ισότητας, της φύσης, νιώθει ότι αδυνατεί να διατυπώσει τον πλούτο του κόσμου με λέξεις τις οποίες θεωρεί ανεπαρκείς. Αυτό που τον βασανίζει είναι (κατά τη γνώμη του) το ατελές των έργων του. Το ανολοκλήρωτο τον κυνηγά, όμως δεν μπορεί να αποφύγει να γράφει στίχους.

Η ποίηση για τον Βρεττάκο είναι έργο χειρών. Δε νοιώθει μέσα του καμιά ματαιοδοξία, καμιά φιλοδοξία. Κατέκτησε δύο φορές το Κρατικό βραβείο ποίησης, εξέδωσε πάνω από δεκαπέντε ποιητικές συλλογές, καθώς και αρκετά πεζά έργα.
Σε όλη του τη πορεία στα έργα του διακρίνουμε τον βαθύτατο ανθρωπισμό του, την ευαισθησία του αλλά και την αγανάκτησή του στην αδικία.
Η βαθύτατη αγάπη του για τον τόπο καταγωγής του χαρακτηρίζει επίσης τα έργα του αποτελώντας γι’ αυτόν ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης.

ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ ΤΟΥ
Ο Πόλεμος (1935)
Η επιστολή του κύκνου (1937)
Το ταξίδι του αρχάγγελου (1938)
Συλλογές
Κάτω από σκιές και φώτα (1929)
Κατεβαίνοντας στη σιγή των αιώνων (1933)
Οι γκριμάτσες του ανθρώπου (1935)
Εικόνες από το ηλιοβασίλεμα (1939)
Το μεσουράνημα της φωτιάς (1940)
Η Ηρωική συμφωνία (1944)
Οι 33 Μέρες (1945)
Η παραμυθένια πολιτεία (1947)
Το βιβλίο της Μαργαρίτας (1949)
Ο Ταΰγετος και η σιωπή (1949)
Τα θολά ποτάμια (1950)
Στην Πλούμιτσα (1951)
Η έξοδος με το άλογο (1952)
Στον Ρόμπερτ Οπενχάϊμερ (1954)
Τα ποιήματα 1929 - 1951 (1956)
Η μητέρα μου στην εκκλησία (1957)
Βασιλική Δρυς (1958)
Αυτοβιογραφία (1961)
Το βάθος του κόσμου (1961)
Εκλογή (1966)
Οδοιπορία (1972)
Διαμαρτυρία (1974)
Το Απογευματινό Ηλιοτρόπιο (1976)
Ο Προμηθέας ή το παιχνίδι μιας μέρας (1979)
Λειτουργία κάτω απ' την Ακρόπολη (1981)
Τα ποιήματα (1981)
Ο διακεκριμένος πλανήτης (1983)
Συνάντηση με τη θάλασσα (1991)
Διηγήματα, νουβέλες, οδοιπορικά
Το γυμνό παιδί (1939)
Το αγρίμι και η καταιγίδα (1945)
Δύο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου (1949)
Ο ένας από τους δύο κόσμους (1958)
Οδύνη (1969)
Μπροστά στο ίδιο ποτάμι. Διηγήματα (1972)


Τὰ δεκατέσσερα παιδιά
«...Ἐν ἀρχῇ ἦν ἡ ἀγάπη...» μελωδοῦσε γιομίζοντας
τὸ γυμνό σου δωμάτιο μιὰ παράξενη ἅρπα
καθὼς σ᾿ ἔπαιρνε ὁ ὕπνος καὶ τὸ χέρι σου, κρύο,
σὰν κλωνὶ λεμονιᾶς σὲ νεκρό, ἀναπαύονταν
πάνω στὸ στῆθος σου. Κ᾿ ἔβλεπες
πὼς ἄνοιγε τάχα μιὰ πόρτα στὸν ὕπνο σου.
Πὼς μπαῖναν τὰ δεκατέσσερα παιδιὰ λυπημένα
καὶ στεκόντουσαν γύρω σου. Τὰ μάτια τους θύμιζαν
σταγόνες σὲ τζάμια: «Ἔλεος! Ἔλεος! Ἔλεος!...»
Τινάζοντας τὴ βροχὴ καὶ τὸ χιόνι ἀπὸ πάνω τους,
τὰ ζύγιαζες μὲ τὸ βλέμμα σου σὰ νἄθελες νὰ τοὺς κόψεις
τὴν εὐτυχία στὰ μέτρα τους, ἐνῷ ἡ ἅρπα συνέχιζεν
ἁπαλὰ μὲς στὸν ὕπνο σου: «Ὅ,τι θέλει κανεὶς
μπορεῖ νὰ φτιάξει μὲ τὴν ἀγάπη. Ἥλιους κι ἀστέρια,
ῥοδῶνες καὶ κλήματα...» Ἀλλὰ ἐσὺ προτιμοῦσες
μποτίτσες φοδραρισμένες μὲ μάλλινο,
πουκάμισα κλειστὰ στὸ λαιμό-
γιατὶ φυσάει πολὺ στὸ Καλέντζι!
Ἔβλεπες πὼς ῥάβεις μὲ τὰ δυό σου χέρια,
ἔβλεπες πὼς ζυμώνεις μὲ τὰ δυό σου χέρια
κι ὀνειρευόσουν πὼς μπαίνεις στὴν τάξη
μὲ δεκατέσσερες φορεσιές,
μὲ δεκατέσσερα χριστόψωμα στὴν ἀγκαλιά σου.

Ἀλλὰ ξύπναγες τὸ πρωῒ κι ἄκουγες ποὺ ἔβρεχε.
Σὲ δίπλωνε σὰ μιὰ λύπη τ᾿ ἀδιάβροχό σου
κι ὁ δρόμος γιὰ τὸ σχολειὸ γινόταν πιὸ δύσκολος.
Βάδιζες κ᾿ εἶχες σκυμμένο τὸ πρόσωπο
σὰ νἆταν κάποιος ἀπάνω σου καὶ νὰ σ᾿ ἔκρινε
γιὰ τ᾿ ἄδεια σου χέρια. Σὰ νἄφταιγες μάλιστα,
σ᾿ ὅλη τὴ διαδρομὴ σὲ μπάτσιζε τὸ χιονόνερο.

Ἔμπαινες στὸ σχολειὸ κ᾿ ὅπως τ᾿ ἀντίκριζες
μοιραζόταν σὲ δεκατέσσερα χαμόγελα τὸ πρόσωπό σου.
Θυμόσουν πὼς ἡ ἀγκάλη σου ἦταν μισὴ
κι ἀνεβαίνοντας πάνω στὴν ἕδρα σου
ἄνοιγες τὴ λύπη σου καὶ τὰ σκέπαζες
ὅπως ὁ οὐρανὸς σκεπάζει τὴ γῆ.

Ὥρα 8 καὶ 20´ ἀκριβῶς.
Τὸ μάθημα ἀρχίζει κανονικά.
Ἐσὺ πάνω ἀπ᾿ τὴν ἕδρα κι ἀπ᾿ ἀντίκρυ σου ὁ Χριστός,
ἁπαλὸς καὶ γλυκὺς μὲς στὸ κάδρο του,
δίνετε τὰ χέρια πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια τους
νὰ τοὺς κάμετε μιὰ στέγη ἀπὸ ζεστασιὰ
γιατὶ σᾶς ἤρθανε καὶ σήμερα μουσκεμένα
κ᾿ ἡ λύπη περπατάει μὲς στὰ μάτια τους
ὅπως ὁ σπουργίτης πάνω στὸ φράχτη.

Τὸ καλαμπόκι δὲν ψώμωσε τὸ περσινὸ καλοκαίρι
κι ἀκοῦς τὸ ψωμάκι ποὺ κλαίει μὲς στὶς μπόλιες τους.
Ὥρα 10 καὶ 20´. Τὸ μάθημα συνεχίζεται.
Οἱ σπουργίτες σου χτυποῦν τὰ φτερά τους.
Τὸ μολύβι πεθαίνει ἀνάμεσα στὰ κοκκαλιασμένα τους δάχτυλα.
Ἡ καρδιά σου εἶναι τώρα μιὰ στάμνα σπασμένη.
Τὰ λόγια σου βγαίνουν ἀργὰ σὰ μιὰ βρύση ποὺ στέρεψε:
«Ὁ μέγας Ἀλέξανδρος... Ὁ μέγας Ἀλέξανδρος... Ὁ μέγας Ἀλέξανδρος...».
Τὰ δάχτυλά σου εἶναι πέντε. Τὰ μέτρησες δέκα φορές.
Τὰ δάχτυλά σου εἶναι πέντε. Μετρᾶς τὸ ἕνα χέρι σου
-τ᾿ ἄλλο σου βρίσκεται τυλιγμένο σὲ συννεφιά-
τὰ δάχτυλά σου εἶναι πέντε. Σηκώνεις τὸ πρόσωπο,
κοιτάζεις τὴ στέγη, κάνεις πὼς σκέφτεσαι
σκύβεις πάλι στὴν ἕδρα, ξεφυλλίζεις τὸν Αἴσωπο,
κατεβαίνεις καὶ γράφεις στὸ μαυροπίνακα,
κοιτάζεις τὸν οὐρανὸ ἀπ᾿ τὸ παράθυρο,
γυρίζεις τὸ κεφάλι σου ἀλλοῦ,
δὲ μπορεῖς ἄλλο παρὰ νὰ κλάψεις.
Παίρνεις τὸ μαθητολόγιο στὰ χέρια σου,
κάτι ψάχνεις νὰ βρεῖς, τὸ σηκώνεις διαβάζοντας
καὶ σκεπάζεις τὸ πρόσωπό σου.

Τὰ σύννεφα ἔχουν μπεῖ μὲς στὴν τάξη.
Ἀντίκρυ σου κι ὁ Χριστὸς παραδέρνει σ᾿ ἀμηχανία.
Θαρρεῖς καὶ σηκώνει στ᾿ ἀλήθεια τὰ χέρια του
ἑνωμένα στὸ φῶς ποὺ πέφτει ἀπὸ πάνω του.
Νιώθει στενόχωρα ὅπως τὰ μεσάνυχτα στὴ Γεθσημανῆ
καὶ δὲν εἶμαι ἐκεῖ νὰ σοῦ χτυπήσω τὸν ὦμο
καὶ δὲν εἶμαι ἐκεῖ νὰ σοῦ εἰπῶ: Δός του θάρρος,
βοήθησέ τον νὰ βγεῖ ἀπ᾿ τὴ δύσκολη θέση,
κατέβαινε, διάσχισε τὴν αἴθουσα γρήγορα,
μὴν τὸν ἀφήνεις ἐκτεθειμένο στὰ βλέμματα τῶν παιδιῶν,
δός του ἕνα βιβλίο νὰ κάνει πὼς συλλαβίζει,
δός του ἕνα βιβλίο νὰ κρύψει τὰ μάτια του.

Μιὰ μυγδαλιὰ καὶ δίπλα της...
Μιὰ μυγδαλιὰ καὶ δίπλα της,
ἐσύ. Μὰ πότε ἀνθίσατε;
Στέκομαι στὸ παράθυρο
καὶ σᾶς κοιτῶ καὶ κλαίω.

Τόση χαρὰ δὲν τὴν μποροῦν
τὰ μάτια.
Δός μου, Θεέ μου,
ὅλες τὶς στέρνες τ᾿ οὐρανοῦ
νὰ στὶς γιομίσω.

Μαζεύω τὰ πεσμένα στάχια
Μαζεύω τὰ πεσμένα στάχια νὰ σοῦ στείλω λίγω ψωμί,
μαζεύω μὲ τὸ σπασμένο χέρι μου ὅ,τι ἔμεινε ἀπ᾿ τὸν ἥλιο
νὰ σοῦ τὸ στείλω νὰ ντυθεῖς. Ἔμαθα πὼς κρυώνεις.

Τὴν πράσινή σου φορεσιὰ νὰ τὴν φορέσεις τὴν Λαμπρή!
Θὰ τρέξουν μ᾿ ἄνθη τὰ παιδιά.Θὰ βγοῦν τὰ περιστέρια,
κ᾿ ἡ μάνα σου μὲ μιὰ ποδιά, πλατιά, γεμάτη ἀγάπη!

Πάρε ὅποιο δρόμο, ὅποια κορφή, ρώτα ὅποιο δένδρο θέλεις
Μ᾿ ἀκοῦς; Οἱ δρόμοι ὅλης της γῆς βγαίνουνε στὴν καρδιά μου!
Μὴν ξεχαστεῖς κοιτάζοντας τὸ φῶς. Τ᾿ ἀκοῦς;... Νἀρθεῖς!
Δίχως ἐσέ
Δίχως ἐσὲ δὲν θἄβρισκαν
νερὸ τὰ περιστέρια
δίχως ἐσὲ δὲ θἄναβε
τὸ φῶς ὁ Θεὸς στὶς βρύσες του

Μηλιὰ σπέρνει στὸν ἄνεμο
τ᾿ ἄνθη της, στὴν ποδιά σου
φέρνεις νερὸ ἀπ᾿ τὸν οὐρανό,
φῶτα σταχυῶν κι ἀπάνω σου
φεγγάρι ἀπὸ σπουργῖτες.

Τῆς Σπάρτης οἱ πορτοκαλιές...
Τῆς Σπάρτης οἱ πορτοκαλιές, χιόνι, λουλούδια τοῦ ἔρωτα,
ἄσπρισαν ἀπ᾿ τὰ λόγια σου, γείρανε τὰ κλαδιά τους
γιόμισα τὸ μικρό μου κόρφο, πῆγα καὶ στὴ μάνα μου.

Κάθονταν κάτω ἀπ᾿ τὸ φεγγάρι καὶ μὲ νοιάζονταν,
κάθονταν κάτω ἀπ᾿ τὸ φεγγάρι καὶ μὲ μάλωνε:
Χτὲς σ᾿ ἔλουσα, χτὲς σ᾿ ἄλλαξα, ποὺ γύριζες -
ποιὸς γιόμισε τὰ ροῦχα σου δάκρυα
καὶ νεραντζάνθια;
Γράμμα στὸν ἄνθρωπο τῆς πατρίδας μου
...Μὴν μὲ μαρτυρήσεις!
Καὶ προπαντὸς νὰ μὴν τοῦ πεῖς πὼς μ᾿ ἐγκατέλειψεν ἡ ἐλπίδα!
Καθὼς κοιτᾷς τὸν Ταΰγετο, σημείωσε τὰ φαράγγια
ποὺ πέρασα. Καὶ τὶς κορφὲς ποὺ πάτησα. Καὶ τὰ ἄστρα
ποὺ εἶδα. Πές τους ἀπὸ μένα, πές τους ἀπὸ τὰ δακρυά μου,
ὅτι ἐπιμένω ἀκόμη πὼς ὁ κόσμος
εἶναι ὄμορφος!

Πικραμένος ἀναχωρητής
Θὰ φύγω σὲ ψηλὸ βουνό, σὲ ριζιμιὸ λιθάρι
νὰ στήσω τὸ κρεβάτι μου κοντὰ στὴ νερομάνα
τοῦ κόσμου ποὺ βροντοχτυποῦν οἱ χοντρὲς φλέβες τοῦ ἥλιου,
ν᾿ ἁπλώσω ἐκεῖ τὴν πίκρα μου, νὰ λυώσει ὅπως τὸ χιόνι.
Μὴν πιάνεσαι ἀπ᾿ τοὺς ὤμους μου καὶ στριφογυρίζεις
ἄνεμε!
φεγγαράκι μου!
Καλέ μου!
Αὐγερινέ μου!
Φέξε τὸ ποροφάραγκο! Βοήθα ν᾿ ἀνηφορήσω!
Φέρνω ζαλιὰ στὶς πλάτες μου τὰ χέρια τῶν νεκρῶν!
Στὴ μιὰ μεριὰ ἔχω τὰ ὄνειρα, στὴν ἄλλη τὶς ἐλπίδες!
Κι ἀνάμεσα στὶς δυὸ ζαλιὲς τὸ ματωμένο στέφανο!
Μὴ μὲ ρωτᾷς καλέ μου ἀϊτέ, μὴ μὲ ξετάζεις ἥλιέ μου!
Ρίχτε στὸ δρόμο συνεφιὰ νὰ μὴ γυρίσω πίσω!
Κυττάχτηκα μὲς στὸ νερό, ἔκατσα καὶ λογάριασα,
ζύγιασα τὸ καλὸ καὶ τὸ κακὸ τοῦ κόσμου. Κι ἀποφάσισα,
νὰ γίνω τὸ μικρότερο ἀδερφάκι τῶν πουλιῶν!





Μεγαλυνάρι
Τ' όνομά σου : ψωμί στο τραπέζι
Τ' όνομά σου : νερό στην πηγή.
Τ' όνομά σου : αγιόκλημα αναρριχόμενων άστρων.
Τ' όνομά σου : παράθυρο ανοιγμένο τη νύχτα στην πρώτη του Μάη.

Τ' όνομά σου : ρινίσματα ήλιου
Τ' όνομά σου : στροφή από φλάουτο τη νύχτα.
Τ' όνομά σου : στα χείλη των αγγέλων τριαντάφυλλο.
Τ' όνομά σου : κουδούνισμα αλόγων που σέρνουν την 'άνοιξη πίσω τους

Τ' όνομά σου : βροχούλα στου σπορέα το μέτωπο
Τ' όνομά σου : περίσσευμα στου βοσκού την καλύβα
Τ' όνομά σου : τοπίο χωρισμένο με χρώματα
Τ' όνομά σου : δυο δρυς που το ουράνιο τόξο στηρίζει τις άκρες του.

Τ' όνομά σου : ένας ψίθυρος απ' αστέρι σε αστέρι
Τ' όνομά σου : ομιλία δύο ρυακιών μεταξύ τους
Τ' όνομά σου : μονόλογος ενός πεύκου στο Σούνιο
Τ' όνομά σου : ένα ελάφι βουτηγμένο ως το γόνατο σε μιαν άμπωτη ήλιου.

Τ' όνομά σου : ροδόφυλλο σ' ενός βρέφους το το μάγουλο
Τ' όνομά σου : πεντάγραμμο στις κεραίες των γρύλων
Τ' όνομά σου : ο Ηνίοχος στην άμαξα του ήλιου.
Τ' όνομά σου : πορεία πέντε κύκνων που σέρνουν την πούλια στα μεσούρανα

Τ' όνομά σου : Ειρήνη στα κλωνάρια του δάσους.
Τ' όνομά σου : Ειρήνη στους δρόμους των πόλεων
Τ' όνομά σου : Ειρήνη στις ρότες των πλοίων
Τ' όνομά σου : ένας άρτος, βαλμένος στην άκρη της γης που περίσσεψε

Τ' όνομά σου : αέτωμα περιστεριών στον ορίζοντα.
Τ' όνομά σου : αλληλούια πάνω στο Έβερεστ


Δεν υπάρχουν σχόλια: