Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010

Πώς να σε ξεχάσω, Σμύρνη αγαπημένη

Πώς να σε ξεχάσω, Σμύρνη αγαπημένη Συγγραφέας: Γιώργος Κατραμόπουλος   Εκδόσεις: Ωκεανίδα, 1995




Από το εσώφυλλο
Ο Γιώργος Θεοφάνους Κατραμόπουλος γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1904, μικρότερος γιος μιας εξαμελούς οικογένειας χρυσοχόων. Η Καταστροφή τον βρήκε στα δεκαεφτά του χρόνια. Συμμαθητής του Αριστοτέλη Ωνάση στη Σχολή Αρώνη και μετά άριστος μαθητής στην Ευαγγελική Σχολή και στο Αρμοστειακό Γυμνάσιο Σμύρνης, μπήκε στο πλοίο της σωτηρίας, με όσα χαρτιά και φωτογραφίες χώρεσαν στις τσέπες του, την ταυτότητά του για τη νέα πατρίδα. Όλα αυτά τα αφηγήθηκε στο πρώτο του βιβλίο Πώς να σε ξεχάσω, Σμύρνη αγαπημένη. Ξαναπιάνει το νήμα της αφήγησης, για να ιστορήσει τις συνθήκες της εγκατάστασης στην Ελλάδα του 1922: Θεσσαλονίκη-Αθήνα, το κλίμα που αντιμετώπισαν οι πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής, οι δυσκολίες να σταθεί σαν οικογενειάρχης και επαγγελματίας στην καινούργια πατρίδα.

Άλλα βιβλία του : Η Σμύρνη των Σμυρνιών , Ένας αιώνας δύο πατρίδες
Από το οπισθόφυλλο
«Βρισκόμουνα με μια φωτογραφική μηχανή στη σκάλα του σιδηροδρόμου της Πούντας και έπαιρνα φωτογραφίες βλέποντας τους ρακένδυτους Έλληνες στρατιώτες, που προσπαθούσαν να φύγουν από τη Μ. Ασία. "Έρχονται οι Τούρκοι! Έρχονται οι Τσέτες!..." Έτρεξα στο σπίτι μου από τα στενά για να πω στη μάνα μου ότι έληξε η ευτυχία μας».


Τη μαρτυρία δίνει ο Γιώργος Θ. Κατραμόπουλος, ένας δεκαεφτάχρονος αστός, με το μέλλον των σπουδών του εξασφαλισμένο. Είχε κερδίσει τον πρώτο αριθμό του Λαχείου του Στόλου και Αρχαιοτήτων, το 1921. Χίλια χρυσά εικοσάφραγκα. Τα είχε εισπράξει αυτοπροσώπως στην Αθήνα και τα έφερε στη Σμύρνη «να τα δει η οικογένειά μου» , για να καούν κι αυτά, μαζί με όλη την περιουσία τους...

Πώς να σε ξεχάσω, Σμύρνη αγαπημένη, ο τίτλος όπως και όλη η αφήγηση, βγήκε μέσα από ένα βαθύ αναστεναγμό. Στα ενενήντα του χρόνια, γεννημένος «εν Σμύρνη» ο Γιώργος Κατραμόπουλος του Θεοφάνους και της Αθανασίας, αποφασίζει να διηγηθεί όλα όσα σφράγισε στη μνήμη του ανεξίτηλα η φωτιά της Καταστροφής. Στο τέλος του εικοστού αιώνα, στη στροφή του δικού του δρόμου, αποφασίζει, επειδή δεν βλέπει πια τόσο καλά, να αφηγηθεί τα όσα είδε και όσα έμαθε τότε. Στη μοναξιά του σαλονιού του, στην Αθήνα του 1994, κάθεται δίπλα στο μαγνητόφωνο. Σκύβει, παίρνει μια βαθιά αναπνοή, κοιτάζει μέσα του, και γράφει με τη φωνή του, το ερωτικό γράμμα στη Σμύρνη, την αγαπημένη, την αξέχαστη! Τα αυθεντικά χαρτιά που εικονογραφούν αυτή την έκδοση -φωτογραφίες, πειστήρια και «καθρέφτες» μιας ποιότητας ζωής που χάθηκε στις φλόγες- και η φωνή του πατέρα μου, είναι όλη η πατρίδα μου, που απ' αυτόν έμαθα να την αγαπώ. Όνειρο μακρινό αλλά καταδικό μου...
Ελένη Μπίστικα-Κατραμοπούλου, του Γεωργίου και της Ελένης

Ο Γιώργος Κατραμόπουλος δεν είναι λογοτέχνης, ούτε διεκδικεί τη δόξα των λογοτεχνών, είναι ένας απλός άνθρωπος που έζησε από πρώτο χέρι τη Σμύρνη στις καλές της εποχές με τις διασκεδάσεις και τον πλούτο της, με τη μουσική της και τα έθιμά της. Έζησε όμως, έφηβος τότε, και τις τελευταίες της στιγμές, την καταστροφή της, το μεγάλο γιαγκίνι της Σμύρνης, αλλά και την ηράκλεια προσπάθεια των προσφύγων να ενταχθούν στην ελληνική κοινωνία της μητροπολιτικής Ελλάδας και να ξαναχτίσουν τη ζωής τους όπου και όπως μπορούσαν. Στα ενενήντα του χρόνια, αποφασίζει να διηγηθεί όλα όσα σφράγισε στη μνήμη του ανεξίτηλα η φωτιά της Καταστροφής.
Ο ίδιος γράφει : «Τα παιδιά μου μού ζητάνε, πριν φύγω φυσικά από αυτόν τον κόσμο, να τους δώσω μερικές πληροφορίες τόσο για τη ζωή μου, όσο και για την περίοδο που έζησα εγώ, μαζί με την υπόλοιπη οικογένειά μας, τις μέρες που μπήκαν οι Τούρκοι στη Σύρμη, για τη φωτιά της Σμύρνης και για τον τρόπο που μπορέσαμε και γλιτώσαμε από την αιχμαλωσία στους Τούρκους. (…) Ό, τι θυμάμαι, θα τα πω. Χωρίς χρονολογική όμως σειρά. Μπορεί να πετιέμαι από το 1922 στο 1913. (…)»
 Ο λόγος του δεν είναι ο περίτεχνος λόγος του λογοτέχνη, είναι ο απλός και ειλικρινής λόγος του ανθρώπου που αγάπησε και πόνεσε τον τόπο για τον οποίο γράφει. Μέσα από τις 110 σελίδες του βιβλίου κάνει ο ίδιος και παρασέρνει και μας σε ένα νοσταλγικό ταξίδι στη Σμύρνη των αρχών του 20ου αιώνα. Όλα υπάρχουν εκεί και οι χαρές και οι λύπες και ο αγώνας για την επιβίωση και η οδύνη, ο σπαραγμός για την απώλεια.
Στο τέλος του βιβλίου υπάρχει μια σειρά φωτογραφιών, προσωπικών ως επί το πλείστον, ως ψηφίδες της Σμύρνης, του κόσμου, που χάθηκε.          

Δεν υπάρχουν σχόλια: